- περίκουρος
- -ον, Α [περικείρω]1. (για προσωπείο δούλας στην κωμωδία) κουρεμένος ολόγυρα2. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίκουρος — shorn all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκουροι — περίκουρος shorn all round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
περικουρείον — τὸ, Α [περίκουρος] (σχετικά με τα μαλλιά) κούρεμα από όλες τις πλευρές … Dictionary of Greek